μεταμορφῶ

μεταμορφῶ
μεταμορφόω
transform
pres subj act 1st sg
μεταμορφόω
transform
pres ind act 1st sg
μεταμορφόω
transform
pres subj act 1st sg
μεταμορφόω
transform
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Метаморфопсия — МКБ 10 H53.153.1 MeSH D014786 D014786 Метаморфопсия (от греч …   Википедия

  • μεταμορφώνω — (ΑM μεταμορφῶ, όω) 1. μεταβάλλω τη μορφή ή το σχήμα κάποιου (α. «τόν μεταμόρφωσε σε κύκνο» β. «μεταμορφοῡσθαι εἰς Ἀπόλλωνα», Φίλ.) 2. μεταβάλλω τη φύση, τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα (α. «ο γάμος του τόν μεταμόρφωσε τελείως» β. «μὴ… …   Dictionary of Greek

  • συμμεταμορφώ — όω, Α (κυρίως το παθ.) συμμεταμορφοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι σύμφωνα ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταμορφῶ / ώνω «μεταβάλλω, μετασχηματίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”